- ἀντιδικοῦντες
- ἀντιδικέωto be anpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)ἀντιδικέωto be anpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντιδικώ — (Α ἀντιδικῶ, έω) [αντίδικος] 1. είμαι αντίδικος κάποιου σε δίκη 2. διαφωνώ, φιλονικώ με κάποιον αρχ. 1. ενάγω κάποιον, προσφεύγω στο δικαστήριο 2. οἱ ἀντιδικοῡντες οι αντίδικοι 3. υπερασπίζω τον εαυτό μου σε δίκη 4. έρχομαι σε αντιδικία με… … Dictionary of Greek